-
1 διπλός
-
2 двойной
διπλός, διπλάσιος, διπλούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двойной
-
3 двойной
-
4 double
1. adjective1) (of twice the (usual) weight, size etc: A double whisky, please.) διπλός,διπλάσιος2) (two of a sort together or occurring in pairs: double doors.) διπλός3) (consisting of two parts or layers: a double thickness of paper; a double meaning.) διπλός,διττός4) (for two people: a double bed.) διπλός2. adverb1) (twice: I gave her double the usual quantity.) διπλάσια2) (in two: The coat had been folded double.) στα δύο3. noun1) (a double quantity: Whatever the women earn, the men earn double.) διπλάσιο2) (someone who is exactly like another: He is my father's double.) σωσίας4. verb1) (to (cause to) become twice as large or numerous: He doubled his income in three years; Road accidents have doubled since 1960.) διπλασιάζω,-ομαι2) (to have two jobs or uses: This sofa doubles as a bed.) έχω διπλή χρήση•- doubles- double agent
- double bass
- double-bedded
- double-check
- double-cross
- double-dealing 5. adjective(cheating: You double-dealing liar!) δόλιος6. adjectivea double-decker bus.) διώροφος- double figures
- double-quick
- at the double
- double back
- double up
- see double -
5 двойной
двойн||ойприл в разн. знач. διπλός, διπλάσιος, διπλοῦς I мат, хим. δυαδικός:\двойнойая рама ἡ διπλή κορνίζα· \двойнойая бухгалтерия ἡ διπλογραφία· в \двойнойо́м размере διπλάσια, σέ διπλάσια ποσότητα· вести \двойнойу́ю игру перен παίζω διπλό παιγνίδι. -
6 двукратный
κ. двухкратный, επ. διπλός, διπλάσιος•двукратный вызов διπλή κλήση•
взыскать штраф в -ом размере βάζω διπλάσιο πρόστιμο.
-
7 сугубый
επ., βρ: -губ, -а, -о.1. παλ. διπλός• διπλάσιος.2. ιδιαίτερος, εξαιρετικός•-ое внимание ιδιαίτερη προσοχή•
сугубый интерес ιδιαίτερο ενδιαφέρο.
-
8 удвоенный
αριθμ.επ.διπλός• διπλάσιος•-ая порция διπλή μερίδα• удвоенный «С» διπλό «σ» π.χ. масса; -ая сила διπλάσια δύναμη.
-
9 duble
διπλάσιος, διπλός -
10 ἁπλόος
ἁπλόος, ἁπλοῦςGrammatical information: adj.Other forms: hapax ἁπλός An. Ox. 2, 231Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Opposite διπλόος, διπλοῦς `twofold, double' (Il.); late διπλός (Opp.). Connection of ἁπλός with Lat. simplus, Lat. du-plus, Germ. e.g. Goth. twei-fl (acc.) `doubt, Zweifel' is improbable as Gr. - πλος is late and rare. One supposes a root * pel- `fold' for the *- plo-forms, but ἁπλόος is still unexplained. (Kretschmer Glotta 12, 218 thought of sec. influence of - πλόϜος `sailing', to πλέω. Cf. διπλάσιος.Page in Frisk: 1,121-122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁπλόος
-
11 ἁπλοῦς
ἁπλόος, ἁπλοῦςGrammatical information: adj.Other forms: hapax ἁπλός An. Ox. 2, 231Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Opposite διπλόος, διπλοῦς `twofold, double' (Il.); late διπλός (Opp.). Connection of ἁπλός with Lat. simplus, Lat. du-plus, Germ. e.g. Goth. twei-fl (acc.) `doubt, Zweifel' is improbable as Gr. - πλος is late and rare. One supposes a root * pel- `fold' for the *- plo-forms, but ἁπλόος is still unexplained. (Kretschmer Glotta 12, 218 thought of sec. influence of - πλόϜος `sailing', to πλέω. Cf. διπλάσιος.Page in Frisk: 1,121-122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁπλοῦς
-
12 двукратный
двукратн||ыйприл διπλάσιος, διπλός/ πού ἐπαναλαμβάνεται (δυό φορές) (повторный):в \двукратныйом размере διπλάσια, σέ διπλάσια ποσότητα. -
13 двойной
ей.1. διπλός•материя -ой ширины ύφασμα διπλόφαρδο•
-ая дверь δίφυλλη πόρτα.
2. διπλάσιος.3. διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος•вести -ую игру παίζω διπλό παιγνίδι.
εκφρ.- ая бухгалтерия – διπλογραφική λογιστική. -
14 δίπλαξ
δίπλαξ, - κοςGrammatical information: adj.Derivatives: Cf. τρίπλαξ `threefold' (Il.).Etymology: Identical with Umbr. tuplak n. `duplex' = `furca', Lat. du-, tri-plex `two-, three-fold', Bahuvrihicompoound with unclear second member, perh. = πλάξ `flatness'; cf. also πληγή `hit' (cf. ἁ-πληγίς `single mantle' [Herod.], δι-πληγίς `double mantle' [Poll.]); more prob. is however πλέκω `twine', cf. δίπλος; s. W.-Hofmann s. duplex. - Cf. on διπλάσιος and Bechtel Lex.Page in Frisk: 1,397Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δίπλαξ
-
15 double
1) διπλός2) διπλό3) διπλάσιος
См. также в других словарях:
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό επίρρ. ά 1. διπλάσιος: Αυτή τη φορά πλήρωσα τα διπλά χρήματα. 2. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη: Χάραξε διπλή γραμμή. 3. διπλωμένος: Ρίξε μου διπλή την κουβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουμπλάρω — 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω 2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] … Dictionary of Greek
ντουμπλές — ο 1. μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα από χρυσό ή άργυρο 2. πράγμα που επαναλαμβάνεται δύο φορές ή που αποτελείται από δύο τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] … Dictionary of Greek
διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω … Dictionary of Greek
διπλασίων — διπλασίων, ον (AM) διπλάσιος, διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού διπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. και λατ. ior, melior «καλύτερος», senior «πρεσβύτερος»)] … Dictionary of Greek
δίγονος — δίγονος, ον (Α) 1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές 2. διπλός, δίδυμος 3. δίτοκος 4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + γονος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
διπλάδιος — διπλάδιος, α, ον (Α) 1. διπλός 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάδιον μέτρο χωρητικότητας για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του διπλάσιος (πρβλ. διχθάδιος)] … Dictionary of Greek
du̯ō(u) (*du̯ei-) — du̯ō(u) (*du̯ei ) English meaning: two Deutsche Übersetzung: “zwei” Grammatical information: m. (grammatical double form duu̯ōu), du̯ai f. n., besides du̯ei , du̯oi , du̯i Note: compare the summary by Brugmann II2 2, 6 82… … Proto-Indo-European etymological dictionary