Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διπλός διπλάσιος (

См. также в других словарях:

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

  • διπλός — ή, ό επίρρ. ά 1. διπλάσιος: Αυτή τη φορά πλήρωσα τα διπλά χρήματα. 2. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη: Χάραξε διπλή γραμμή. 3. διπλωμένος: Ρίξε μου διπλή την κουβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουμπλάρω — 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω 2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] …   Dictionary of Greek

  • ντουμπλές — ο 1. μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα από χρυσό ή άργυρο 2. πράγμα που επαναλαμβάνεται δύο φορές ή που αποτελείται από δύο τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] …   Dictionary of Greek

  • διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • διπλασίων — διπλασίων, ον (AM) διπλάσιος, διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού διπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. και λατ. ior, melior «καλύτερος», senior «πρεσβύτερος»)] …   Dictionary of Greek

  • δίγονος — δίγονος, ον (Α) 1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές 2. διπλός, δίδυμος 3. δίτοκος 4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + γονος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • διπλάδιος — διπλάδιος, α, ον (Α) 1. διπλός 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάδιον μέτρο χωρητικότητας για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του διπλάσιος (πρβλ. διχθάδιος)] …   Dictionary of Greek

  • du̯ō(u) (*du̯ei-) —     du̯ō(u) (*du̯ei )     English meaning: two     Deutsche Übersetzung: “zwei”     Grammatical information: m. (grammatical double form duu̯ōu), du̯ai f. n., besides du̯ei , du̯oi , du̯i     Note: compare the summary by Brugmann II2 2, 6 82… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»